Δευτέρα, Οκτωβρίου 27, 2008

What's the matter with you, woman

Πρέπει να το κόψεις.

Πρέπει να σταματήσεις να δυσανασχετείς με το παραμικρό - και το κάνεις μ' αυτούς που σ' αγαπάνε. Αν είναι δυνατόν! Να δυσανασχετείς που σε παίρνει τηλέφωνο η μάνα σου να σου πει τι φαγητό θα σου έχει έτοιμο το μεσημέρι; Να δυσανασχετείς που σε παίρνει να σε θυμίσει να της πάρεις ρούχα για πλύσιμο; Να δυσανασχετείς με το που ανοίγει η καημένη το στόμα της να μιλήσει; Πώς κάνεις έτσι; Της απαντάς μονολεκτικά, κι αυτό αν είσαι ιδιαίτερα εύθυμη. Διαφορετικά, μουγκρίζεις εκεί πέρα κάτι άναρθρα και δυσανασχετείς που δεν κατάλαβε τι απάντησες και εκρήγνυσαι. Πώς να σε πιστέψει μετά οποιοσδήποτε όταν πεις ότι τη μάνα σου τη λατρεύεις και δεν μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς αυτή; Ότι μόνο στη σκέψη να τη χάσεις τρελλαίνεσαι; Πώς κάνεις έτσι; Είσαι αδικαιολόγητη και απαράδεκτη.

Με την οικογένεια του άντρα σου, γιατί δυσανασχετείς; Γιατί πρήζεσαι; Επειδή η πεθερά σου σε έχει μη στάξει και μη βρέξει; Επειδή σε ρωτάει κάθε 5 λεπτά τι θα φας και τι θα πιεις για να τσακιστεί να στο ετοιμάσει; Πρήξιμο, ε; Με τις ξαδέρφες και τις θείες του γιατί δυσανασχετείς που σε παίρνουν τηλέφωνο να σου ευχηθούν χρόνια πολλά;

Είσαι απαράδεκτη. Δεν ξέρεις τι θες. Σε αγαπάνε κι εσύ πρήζεσαι. Ευτυχώς που δεν τους το δείχνεις κιόλας, τουλάχιστο είσαι καλή απέναντι τους. Πιο καλή απ' ότι είσαι στη μάνα σου. Τη μάνα σου! Που της συμπεριφέρεσαι σαν σε σκύλο! (τρόπος του λέγειν, γιατί σε σκύλο δεν θα έκανες έτσι)

Καημένη μου. Έπρεπε να σου τύχαινε καμιά οικογένεια προβληματική, να σε αντιπαθεί η πεθερά σου, να σε υποσκάπτει, να σε κατηγορεί - κι ο άντρας σου να παίρνει το μέρος της! Αυτό σου άξιζε! Αυτό που συμβαίνει σε πολλές γνωστές σου, δηλαδή! Να σε μισεί όλο του το σόι, να κάνουν λες και δεν υπάρχεις, να μην σε θυμούνται στις γιορτές και στα γενέθλιά σου! Να δω πόσο θα σ' άρεσε.

Έχεις όλα τα καλά του Θεού και βρίσκεις τον τρόπο να γκρινιάξεις. Καλά που το κάνεις από μέσα σου μόνο! Είσαι αχάριστη. Ούτε καταλαβαίνεις πόσο σπάνια είναι αυτά που απολαμβάνεις.

Σου έχουνε έρθει όλα δεξιά, έκανες ένα πανέμορφο γάμο, έχεις ένα άντρα που σε αγαπάει και στο δείχνει, έχεις αποκτήσει μια επιπλέον οικογένεια που σε αγαπάνε - κι εσύ δυσανασχετείς!


Άλλαξε. Τώρα.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 29, 2008

Σε μια βδομάδα κλείνουν 5 χρόνια που μου λες ευχαριστώ όποτε σου ετοιμάσω κάτι να φας...
που μου δείχνεις πως μ' αγαπάς...
που με προσφωνείς γλυκά...
και που μ' ανέχεσαι.

Σάββατο, Ιουνίου 21, 2008

Έτσι θα έχουμε κάθε φορά που ακούω την καρδιά του;;;
:~(

Τρίτη, Ιουνίου 03, 2008

'Ηγγικεν γαρ η ώρα

Είχε αφήσει να νοηθεί πως θα τον παντρευόταν. Κι απ’ εκείνη τη στιγμή, όποτε ακουμπούσε στο στήθος του κι άκουγε την καρδιά του, ήθελε να κλαίει. Όπως τη μέρα που της ζήτησε να μείνει μαζί του για πάντα. Τότε είχαν πλημμυρίσει τα μάτια της και δεν μπορούσε να του εξηγήσει το λόγο. Τον είχε αφήσει να νομίζει πως ήταν από χαρά. Ήτανε κι η χαρά βέβαια (την είχε σκάσει!), αλλά πολύ περισσότερο ήταν…






φόβος.


Ο φόβος της απώλειας.


Ξέρει ότι κάποτε θα ακουμπήσει στο στήθος του και θα ’ναι κρύο και δεν θα ακούει τίποτα.

Κυριακή, Μαρτίου 23, 2008

Ο Άρχοντας του Δαχτυλιδιού (γ)

Μια φορά κουλουριάστηκε κοντά του και ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του. Άκουγε την καρδιά του.

Γδουπ, γδου-γδουπ.

Γδουπ, γδου-γδουπ.

Γδουπ, γδου-γδουπ.

Πάνω που μετρούσε τους κτύπους του, την επισκέφθηκε ο κύριος Λυγμός και στρογγυλοκάθισε στο λαιμό της.

Είπε ότι κάτι μπήκε στο μάτι της κι έτρεξε να το σκουπίσει.

Τετάρτη, Μαρτίου 19, 2008

Ξέρει πότε θέλω να κρυφτώ
και μου σηκώνει το σκέπασμα για να μπω από κάτω



Ολοένα και περισσότερο πιστεύω ότι μια μέρα που ήταν μόνος στο σπίτι έβαλε το καλσόν μου και είχε ατύχημα στη μπάνιέρα με το πιστολάκι των μαλλιών...

Πέμπτη, Μαρτίου 13, 2008

Ο Άρχοντας του Δακτυλιδιού (β)


Του έγνεψε να ζητήσει το λογαριασμό να φύγουνε γιατί δεν το έβλεπε με τίποτα να επιβληθεί στο λυγμό που αγωνιζόταν να ακουστεί. Έγνεψε κι αυτός για το λογαριασμό, πλήρωσε, ρούφηξε αυτή τη μύτη της και σηκωστήκανε να φύγουνε. Αυτή κρατούσε ακόμη το κουτάκι σφιχτά στο ένα χέρι, με το περιτύλιγμα και τις κορδέλες του ανάστατα, σαν μωρό που σέρνει ένα παιγνίδι ξεχαρβαλωμένο, και βγήκανε έξω στο δρόμο.


Εκεί κοντοσταθήκανε, έβαλε το χέρι του γύρω απ’ τους ώμους της, την τράβηξε και της έδωσε ένα φιλί που έκαιγε.


«Αγαπώ σε», είπε και δεν περίμενε απάντηση.


Χωρίς άλλα λόγια, μπήκανε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσανε. «Πού θες να πάμε;», τη ρώτησε σαν να είχαν μόλις συναντηθεί.

«Παγωτό», είπε το μωρό με το ξηλωμένο παιγνίδι.

Απλώσανε στους καναπέδες της διάσημης παγωταρίας και αυτή παρήγγειλε το σύνηθες θεϊκό strawberry cheesecake κατασκεύασμα που πάγωσε και τσάκισε και τον ύπουλο λυγμό. Άρχισαν να μιλάνε πιο άνετα τώρα και να κάνουν και χιούμορ για τη φάση τους. Θέλησε πολλές φορές να του πει γιατί έκλαιγε στο εστιατόριο αλλά κάθε φορά αποφάσιζε να το κρατήσει για τον εαυτό της. Τι κι αν νόμιζε αυτός ότι ήταν από συγκίνηση; Κακό δεν κάνει.

Μια φορά, όμως, μέρες αργότερα, το είπε… Πολύ πιο περιληπτικά απ’ όσο το ένιωθε, αλλά την κεντρική ιδέα τη διαβίβασε.

Kι αυτός την ξανάσφιξε πάνω του και της είπε να μην σκέφτεται βλακείες.




O Άρχοντας του Δαχτυλιδιού (α)


Της είπε ότι το βράδυ θα πηγαίνανε για φαγητό. Στο συγκεκριμένο εστιατόριο πηγαίνανε μόνο σε πάρα πολύ ειδικές περιπτώσεις, δηλαδή μια φορά το χρόνο – στα γενέθλιά της παύλα επέτειό τους. Αυτή το μυρίστηκε και έβαλε τα καλά της. Ντύθηκε, χτενίστηκε, στολίστηκε, έγινε κούκλα.


Φάγανε, ήπιανε, ήρθε και το γλυκό και πάνω που πήγαινε αυτή να απογοητευτεί ότι λάθος μάντεψε, της εμφανίζει ταχυδακτυλουργικά ένα κουτάκι και μένει άναυδη. Τρία δευτερόλεπτα μετά το αρπάζει και το κρύβει κάτω απ’ το τραπέζι μην το δει κανείς κι αυτός της γνέφει με αμηχανία να το ανοίξει.


Ξετυλίγοντας το περίπλοκο περιτύλιγμα, επιχείρησε να κάνει χιούμορ για να σπάσει το παγόβουνο που ξαφνικά υψώθηκε στο τραπέζι: «Πινέζες μου πήρες;»


Ανοίγει το κουτάκι και αντικρίζει αυτό που ήξερε ότι την περίμενε. Το κλείνει απότομα και μένει να κοιτάει κάτω. Άκουσε να της λέει κάτι σαν αποφάσισα… αγαπώ… μαζί… Δεν χρειαζόταν να δώσει προσοχή. Τα μάτια της άρχισαν να βουρκώνουν. Δεν μιλούσε, μόνο έκλαιγε. Δεν μιλούσε, γιατί έπρεπε να πνίξει το λυγμό που είχε στο λαιμό για να μην γίνουν ρεζίλι δημοσίως. Αυτός κοίταζε μια αυτή, μια γύρω γύρω χωρίς να λέει τίποτα. Κι αυτή δε μιλούσε, μόνο έκλαιγε σιωπηλά. Για πολλή ώρα.


Αυτός νόμιζε ότι ήταν απ’ τη χαρά της.


Κι αυτή τον άφησε.