Πέμπτη, Μαρτίου 13, 2008

Ο Άρχοντας του Δακτυλιδιού (β)


Του έγνεψε να ζητήσει το λογαριασμό να φύγουνε γιατί δεν το έβλεπε με τίποτα να επιβληθεί στο λυγμό που αγωνιζόταν να ακουστεί. Έγνεψε κι αυτός για το λογαριασμό, πλήρωσε, ρούφηξε αυτή τη μύτη της και σηκωστήκανε να φύγουνε. Αυτή κρατούσε ακόμη το κουτάκι σφιχτά στο ένα χέρι, με το περιτύλιγμα και τις κορδέλες του ανάστατα, σαν μωρό που σέρνει ένα παιγνίδι ξεχαρβαλωμένο, και βγήκανε έξω στο δρόμο.


Εκεί κοντοσταθήκανε, έβαλε το χέρι του γύρω απ’ τους ώμους της, την τράβηξε και της έδωσε ένα φιλί που έκαιγε.


«Αγαπώ σε», είπε και δεν περίμενε απάντηση.


Χωρίς άλλα λόγια, μπήκανε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσανε. «Πού θες να πάμε;», τη ρώτησε σαν να είχαν μόλις συναντηθεί.

«Παγωτό», είπε το μωρό με το ξηλωμένο παιγνίδι.

Απλώσανε στους καναπέδες της διάσημης παγωταρίας και αυτή παρήγγειλε το σύνηθες θεϊκό strawberry cheesecake κατασκεύασμα που πάγωσε και τσάκισε και τον ύπουλο λυγμό. Άρχισαν να μιλάνε πιο άνετα τώρα και να κάνουν και χιούμορ για τη φάση τους. Θέλησε πολλές φορές να του πει γιατί έκλαιγε στο εστιατόριο αλλά κάθε φορά αποφάσιζε να το κρατήσει για τον εαυτό της. Τι κι αν νόμιζε αυτός ότι ήταν από συγκίνηση; Κακό δεν κάνει.

Μια φορά, όμως, μέρες αργότερα, το είπε… Πολύ πιο περιληπτικά απ’ όσο το ένιωθε, αλλά την κεντρική ιδέα τη διαβίβασε.

Kι αυτός την ξανάσφιξε πάνω του και της είπε να μην σκέφτεται βλακείες.