Κυριακή, Μαρτίου 23, 2008

Ο Άρχοντας του Δαχτυλιδιού (γ)

Μια φορά κουλουριάστηκε κοντά του και ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του. Άκουγε την καρδιά του.

Γδουπ, γδου-γδουπ.

Γδουπ, γδου-γδουπ.

Γδουπ, γδου-γδουπ.

Πάνω που μετρούσε τους κτύπους του, την επισκέφθηκε ο κύριος Λυγμός και στρογγυλοκάθισε στο λαιμό της.

Είπε ότι κάτι μπήκε στο μάτι της κι έτρεξε να το σκουπίσει.

Τετάρτη, Μαρτίου 19, 2008

Ξέρει πότε θέλω να κρυφτώ
και μου σηκώνει το σκέπασμα για να μπω από κάτω



Ολοένα και περισσότερο πιστεύω ότι μια μέρα που ήταν μόνος στο σπίτι έβαλε το καλσόν μου και είχε ατύχημα στη μπάνιέρα με το πιστολάκι των μαλλιών...

Πέμπτη, Μαρτίου 13, 2008

Ο Άρχοντας του Δακτυλιδιού (β)


Του έγνεψε να ζητήσει το λογαριασμό να φύγουνε γιατί δεν το έβλεπε με τίποτα να επιβληθεί στο λυγμό που αγωνιζόταν να ακουστεί. Έγνεψε κι αυτός για το λογαριασμό, πλήρωσε, ρούφηξε αυτή τη μύτη της και σηκωστήκανε να φύγουνε. Αυτή κρατούσε ακόμη το κουτάκι σφιχτά στο ένα χέρι, με το περιτύλιγμα και τις κορδέλες του ανάστατα, σαν μωρό που σέρνει ένα παιγνίδι ξεχαρβαλωμένο, και βγήκανε έξω στο δρόμο.


Εκεί κοντοσταθήκανε, έβαλε το χέρι του γύρω απ’ τους ώμους της, την τράβηξε και της έδωσε ένα φιλί που έκαιγε.


«Αγαπώ σε», είπε και δεν περίμενε απάντηση.


Χωρίς άλλα λόγια, μπήκανε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσανε. «Πού θες να πάμε;», τη ρώτησε σαν να είχαν μόλις συναντηθεί.

«Παγωτό», είπε το μωρό με το ξηλωμένο παιγνίδι.

Απλώσανε στους καναπέδες της διάσημης παγωταρίας και αυτή παρήγγειλε το σύνηθες θεϊκό strawberry cheesecake κατασκεύασμα που πάγωσε και τσάκισε και τον ύπουλο λυγμό. Άρχισαν να μιλάνε πιο άνετα τώρα και να κάνουν και χιούμορ για τη φάση τους. Θέλησε πολλές φορές να του πει γιατί έκλαιγε στο εστιατόριο αλλά κάθε φορά αποφάσιζε να το κρατήσει για τον εαυτό της. Τι κι αν νόμιζε αυτός ότι ήταν από συγκίνηση; Κακό δεν κάνει.

Μια φορά, όμως, μέρες αργότερα, το είπε… Πολύ πιο περιληπτικά απ’ όσο το ένιωθε, αλλά την κεντρική ιδέα τη διαβίβασε.

Kι αυτός την ξανάσφιξε πάνω του και της είπε να μην σκέφτεται βλακείες.




O Άρχοντας του Δαχτυλιδιού (α)


Της είπε ότι το βράδυ θα πηγαίνανε για φαγητό. Στο συγκεκριμένο εστιατόριο πηγαίνανε μόνο σε πάρα πολύ ειδικές περιπτώσεις, δηλαδή μια φορά το χρόνο – στα γενέθλιά της παύλα επέτειό τους. Αυτή το μυρίστηκε και έβαλε τα καλά της. Ντύθηκε, χτενίστηκε, στολίστηκε, έγινε κούκλα.


Φάγανε, ήπιανε, ήρθε και το γλυκό και πάνω που πήγαινε αυτή να απογοητευτεί ότι λάθος μάντεψε, της εμφανίζει ταχυδακτυλουργικά ένα κουτάκι και μένει άναυδη. Τρία δευτερόλεπτα μετά το αρπάζει και το κρύβει κάτω απ’ το τραπέζι μην το δει κανείς κι αυτός της γνέφει με αμηχανία να το ανοίξει.


Ξετυλίγοντας το περίπλοκο περιτύλιγμα, επιχείρησε να κάνει χιούμορ για να σπάσει το παγόβουνο που ξαφνικά υψώθηκε στο τραπέζι: «Πινέζες μου πήρες;»


Ανοίγει το κουτάκι και αντικρίζει αυτό που ήξερε ότι την περίμενε. Το κλείνει απότομα και μένει να κοιτάει κάτω. Άκουσε να της λέει κάτι σαν αποφάσισα… αγαπώ… μαζί… Δεν χρειαζόταν να δώσει προσοχή. Τα μάτια της άρχισαν να βουρκώνουν. Δεν μιλούσε, μόνο έκλαιγε. Δεν μιλούσε, γιατί έπρεπε να πνίξει το λυγμό που είχε στο λαιμό για να μην γίνουν ρεζίλι δημοσίως. Αυτός κοίταζε μια αυτή, μια γύρω γύρω χωρίς να λέει τίποτα. Κι αυτή δε μιλούσε, μόνο έκλαιγε σιωπηλά. Για πολλή ώρα.


Αυτός νόμιζε ότι ήταν απ’ τη χαρά της.


Κι αυτή τον άφησε.